English
You can use WPML or Polylang and their language switchers in this area.

Τα Ιωβηλαία στην ιστορία

Στον αρχαίο Ιουδαϊσμό, το Ιωβηλαίο Έτος (το οποίο ονομαζόταν έτος του yōbēl, “του τράγου”, επειδή η αναγγελία του γινόταν με τον ήχο που παρήγαγε το κέρας ενός τράγου), ήταν ένα έτος το οποίο είχε ανακηρυχθεί ιερό. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Μωσαϊκός νόμος προέβλεπε ότι οι δούλοι μπορούσαν να ανακτήσουν την ελευθερία τους και ότι η γη (της οποίας ο Θεός είναι ο μοναδικός κύριος) έπρεπε να επιστραφεί στους προηγούμενους ιδιοκτήτες της. Ένα ιωβηλαίο έτος εορταζόταν συνήθως κάθε 50 χρόνια.

Στη χριστιανική εποχή, μετά το πρώτο Ιωβηλαίο του 1300, ο Πάπας Βονιφάτιος Η’ καθόρισε τη συχνότητα των εορτασμών των Ιωβηλαίων κάθε 100 χρόνια. Μετά από έκκληση του λαού της Ρώμης προς τον Πάπα Κλήμη ΣΤ΄ (1342), η συχνότητα μειώθηκε στα 50 χρόνια.

Το 1389, σε ανάμνηση του αριθμού των ετών της ζωής του Χριστού, ο Ουρβανός ΣΤ’ επέλεξε να ορίσει τον κύκλο των Ιωβηλαίων σε κάθε 33 χρόνια και κάλεσε σε Ιωβηλαίο το 1390, αν και αυτό γιορτάστηκε μετά το θάνατό του από τον Πάπα Βονιφάτιο Θ’.

Παρά ταύτα, το 1400, στο τέλος της προηγουμένως καθορισμένης περιόδου των 50 ετών, χωρίς να έχει κηρυχθεί Ιωβηλαίο έτος, ο Βονιφάτιος Θ΄ χορήγησε Ιωβηλαία λυσίποινα στους προσκυνητές που είχαν συρρεύσει στη Ρώμη.

Το 1425, ο Μαρτίνος Ε΄ γιόρτασε ένα νέο Ιωβηλαίο, ανοίγοντας για πρώτη φορά την αγία θύρα του Αγίου Ιωάννη Λατερανού.

Ο τελευταίος που γιόρτασε Ιωβηλαίο στον 50ετή κύκλο ήταν ο Πάπας Νικόλαος Ε’ το 1450. Ο Παύλος Β’ καθόρισε την περίοδο μεταξύ των ιωβηλαίων στα 25 έτη, και το 1475 γιορτάστηκε ένα Ιερό Έτος από τον Σίξτο Δ’. Έκτοτε, τα συνήθη Ιωβηλαία τελούνταν σε τακτά χρονικά διαστήματα. Δυστυχώς, οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι εμπόδισαν τον εορτασμό των Επετείων του 1800 και του 1850.

Τα Ιωβηλαία έτη επαναλήφθηκαν το 1875, μετά την προσάρτηση της Ρώμης στο Βασίλειο της Ιταλίας, αν και εκείνο το έτος γιορτάστηκε χωρίς την παραδοσιακή επισημότητα.

2015: Πάπας Φραγκίσκος

Με τη βούλα Misericordiae Vultus της 11ης Απριλίου 2015, ο Πάπας Φραγκίσκος κήρυξε Ιωβηλαίο για την 50ή επέτειο από το τέλος της Β΄ Συνόδου του Βατικανού. Το Ιωβηλαίο ήταν αφιερωμένο στην Ευσπλαχνία. Πριν από την επίσημη έναρξη, ως ένδειξη της εγγύτητας της Εκκλησίας προς την ταλαιπωρημένη από τον εμφύλιο πόλεμο Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, ο Πάπας Φραγκίσκος άνοιξε την αγία θύρα του Καθεδρικού Ναού Notre-Dame στο Μπανγκούι στις 29 Νοεμβρίου, κατά τη διάρκεια του αποστολικού του ταξιδιού στην Αφρική, παραμονές της έναρξης του έκτακτου Ιωβηλαίου. Η αγία θύρα της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου άνοιξε στις 8 Δεκεμβρίου 2015, κατά την εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Για πρώτη φορά άνοιξε μια «πόρτα της Ευσπλαχνίας» στους καθεδρικούς ναούς, τα προσκυνήματα, τα νοσοκομεία και τις φυλακές του κόσμου.

2000: Ιωάννης Παύλος ο Β’

Ο Ιωάννης Παύλος Β΄, στις 29 Νοεμβρίου 1998, με τη βούλα Incarnationis Mysterium, ανακήρυξε το Μεγάλο Ιωβηλαίο του έτους 2000. Κατά τη διάρκεια του έτους, ο Άγιος Ιωάννης Παύλος Β’ πραγματοποίησε διάφορα προσκυνήματα και συμβολικές χειρονομίες που δεν είχαν προηγούμενο στις συνήθεις εορταστικές πρακτικές. Αυτές περιελάμβαναν ένα δημόσιο αίτημα για συγχώρεση των αμαρτιών που διαπράχθηκαν στην ιστορία και τη δημοσίευση ενός Μαρτυρολογίου των Χριστιανών που σκοτώθηκαν τον 20ό αιώνα. Ένα από τα κύρια γεγονότα του Ιωβηλαίου ήταν η διεξαγωγή της Παγκόσμιας Ημέρας Νεολαίας στη Ρώμη: συμμετείχαν περισσότεροι από δύο εκατομμύρια νέοι. Ο Πάπας πραγματοποίησε επίσης προσκύνημα στους Αγίους Τόπους, ενθαρρύνοντας τον διάλογο μεταξύ της Καθολικής Εκκλησίας, του Ισλάμ και του Ιουδαϊσμού.

1983: Ιωάννης Παύλος ο Β’

Με τη βούλα Aperite Portas Redemptori, με ημερομηνία 6 Ιανουαρίου 1983, ο Ιωάννης Παύλος Β’ ανακήρυξε Ιωβηλαίο για να γιορτάσει την 1950η επέτειο του θανάτου και της ανάστασης του Ιησού.

1975: Παύλος ο ΣΤ΄

Ο Πάπας Παύλος ο ΣΤ’ αποφάσισε ότι το Ιερό Έτος θα έπρεπε να είναι αφιερωμένο στη συμφιλίωση. Το ανακήρυξε με τη βούλα Apostolorum Limina της 23ης Μαΐου 1974. Στο άνοιγμα της Αγίας Θύρας τη νύχτα των Χριστουγέννων του 1974, ήταν παρόντες και βουδιστές μοναχοί. Ήταν το πρώτο Ιωβηλαίο που μεταδόθηκε παγκοσμίως και έγινε η άρση των ιστορικών αφορισμών με την Εκκλησία του Βυζαντίου και η συμμετοχή του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Μελίτονα. Κατά τη διάρκεια του Ιερού Έτους η Ρώμη απειλήθηκε από ξηρασία και λόγω της μεγάλης εισροής προσκυνητών στην πόλη, επιβλήθηκε δελτίο νερού.

1950: Πίος ΙΒ’

Στις 26 Μαΐου 1949, το ιερό έτος 1950 ανακηρύχθηκε με τη βούλα Jubilaeum Maximum. Κατά τη διάρκεια των εορτασμών του Ιωβηλαίου ο Πάπας Πίος ο ΙΒ΄ ανακήρυξε το δόγμα της εν Σώματι Μεταστάσεως στους Ουρανούς της Αειπαρθένου Μαρίας και έφερε στο Κολέγιο των Καρδιναλίων μεγαλύτερη εκπροσώπηση από την ανά τον κόσμο καθολική εκκλησία, μειώνοντας δραστικά την ιταλική παρουσία και αυξάνοντας τον αριθμό των καρδιναλίων από άλλα έθνη. Κατά τη διάρκεια του έτους, ο σύγχρονος μαζικός θρησκευτικός τουρισμός εκδηλώθηκε πραγματικά για πρώτη φορά. Η κυβέρνηση De Gasperi της Ιταλίας εργάστηκε σκληρά για να διασφαλίσει τη δημιουργία κατάλληλων εγκαταστάσεων για εκατομμύρια προσκυνητές, στους οποίους δόθηκε μια «Κάρτα Προσκυνητή», η οποία αναγνωρίστηκε ότι είχε την ίδια ισχύ με ένα διαβατήριο εντός της Ιταλίας.

1933: Πίος ΙΑ’

Ο Πίος ο ΙΑ’ ανακήρυξε «έκτακτο Ιωβηλαίο» στις 6 Ιανουαρίου 1933, με τη βούλα Quod Nuper, για να τιμήσει τους 19 αιώνες της Απολυτρώσεως του Ανθρώπινου Γένους από τον Σωτήρα Χριστό. Το γεγονός γιορτάστηκε με ιδιαίτερη μεγαλοπρέπεια. Ο Πάπας εκφώνησε 620 ομιλίες και περισσότεροι από 2 εκατομμύρια προσκυνητές κατέκλυσαν τη Ρώμη. Πάνω από 500 σιδηροδρομικά βαγόνια χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταφορά των πιστών από όλο τον κόσμο.

1925: Πίος ΙΑ’

Ο Πάπας Πίος ο ΙΑ’, τονίζοντας τη δέσμευση της Εκκλησίας και όλων των χριστιανών για μια καλύτερη κοινωνία, ανακήρυξε το Ιωβηλαίο του 1925 με τη βούλα Infinita Dei Misericordia στις 29 Μαΐου 1924. Έδωσε ώθηση στην ιεραποστολική δραστηριότητα σε όλο τον κόσμο, γεγονός που του χάρισε τον τίτλο «Πάπας των Ιεραποστολών». Ο Πάπας απαγόρευσε τα πολιτικά σύμβολα στο Βατικανό, αλλά παρ’ όλα αυτά ήταν ο πρώτος που ευλόγησε το Ενιαίο Ιταλικό Κράτος.

1900: Λέων ΙΓ’

Η Properante ad Exitum Saeculo ήταν η βούλα με την οποία, στις 11 Μαΐου 1899, ο Λέων ΙΓ’ ανακήρυξε το Άγιο Έτος 1900. Για πρώτη φορά μετά την ενοποίηση της Ιταλίας, ο βασιλιάς ανακοίνωσε επίσης το Ιωβηλαίο στην «Ομιλία του Στέμματος». Ο Πάπας απηύθυνε έκκληση για την αναζωπύρωση της πίστης των χριστιανικών λαών σε όλο τον κόσμο. Κύρια πρόθεσή του ήταν να αντιμετωπιστούν οι διπλές προκλήσεις του εκσυγχρονισμού της χριστιανικής ζωής και του εκχριστιανισμού της σύγχρονης ζωής. Την ευθύνη για την υποδοχή των προσκυνητών ανέλαβαν για πρώτη φορά οι ιταλικές αρχές. Τα βουνά της Ιταλίας αντανακλούσαν επίσης το Ιερό Έτος: μνημεία για τον εορτασμό του Ιωβηλαίου ανεγέρθηκαν σε κορυφές από το Πιεμόντε στον βορρά έως τη Σικελία στον νότο για να αποτίσουν φόρο τιμής στον Λυτρωτή.

1875: Πίος Θ’

Αφού επέστρεψε από την εξορία και ανέλαβε εκ νέου τη διακυβέρνηση του Παπικού Κράτους, ο Πίος Θ’ μπόρεσε να ανακηρύξει ένα Ιωβηλαίο στις 24 Δεκεμβρίου 1874 με τη βούλα Gravibus Ecclesiae. Ωστόσο, τα στρατεύματα του βασιλιά Βίκτωρα Εμμανουήλ Β’ κατέλαβαν τη Ρώμη και εξαιτίας αυτού δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθούν οι τελετές ανοίγματος και κλεισίματος της Αγίας Θύρας.


1825: Λέων ΙΒ’

Κατά τη διάρκεια του Ιωβηλαίου του 1825, που ανακηρύχθηκε στις 24 Μαΐου 1824 με τη βούλα Quod Hoc Ineunte, ο Λέων ο ΙΒ’  έκανε ό,τι μπορούσε, παρά τα προβλήματα υγείας, για να δημιουργήσει στενότερο δεσμό μεταξύ του Πάπα και του χριστιανικού λαού, μέσω ενός προγράμματος που είχε ως στόχο τη συμμετοχή όλων των πόρων της Εκκλησίας στον αγώνα κατά των πλάνων που απειλούσαν την πίστη. Περισσότεροι από 325.000 προσκυνητές από όλη την Ευρώπη ήρθαν στη Ρώμη. Καθώς η Βασιλική του Αγίου Παύλου έξω από τα τείχη (που καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1823) δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, ο Πάπας την αντικατέστησε με τη Βασιλική της Σάντα Μαρία στο Τραστέβερε, για το προσκύνημα των πιστών.

1775: το ανακήρυξε ο Κλήμης ΙΔ΄, εορτάσθηκε επί Πίου ΣΤ΄.

Το Ιωβηλαίο αυτό ανακηρύχθηκε στις 30 Απριλίου 1774, με τη βούλα Salutis Nostrae Auctor, από τον Πάπα Κλήμη ΙΔ’, αλλά δυστυχώς στις 22 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους πέθανε από φυσικά αίτια.
Ο Πίος ΣΤ’ εξελέγη Πάπας στις 15 Φεβρουαρίου 1775 και λίγες ημέρες αργότερα, στις 26 Φεβρουαρίου, εγκαινίασε πανηγυρικά το Ιερό Έτος, το οποίο δεν μπορούσε να ανοίξει ως συνήθως την παραμονή των Χριστουγέννων, επειδή η παπική έδρα ήταν κενή.


1750: Βενέδικτος ΙΔ΄

Στις 5 Μαΐου 1749, το Ιερό Έτος 1750 ανακηρύχθηκε με τη βούλα Peregrinantes a Domino. Τα αρχεία της εποχής αναφέρουν ότι περισσότεροι από ένα εκατομμύριο προσκυνητές συνέρρευσαν στη Ρώμη, μεταξύ των οποίων αρκετοί πρεσβευτές και ομάδες από τόσο μακρινές περιοχές όπως οι Δυτικές Ινδίες, η Αίγυπτος και η Αρμενία. Η εισροή ήταν τόσο μεγάλη που τα ρωμαϊκά φιλανθρωπικά και νοσοκομειακά ιδρύματα αναγκάστηκαν να νοικιάσουν βασιλικά παλάτια για να αντιμετωπίσουν τον αριθμό των προσκυνητών. Για πρώτη φορά, ο θόλος του Αγίου Πέτρου και η Κιονοστοιχία του Μπερνίνι φωταγωγήθηκαν από χιλιάδες φλεγόμενους πυρσούς. Ο Πάπας Βενέδικτος ΙΔ΄ καθιέρωσε επίσης τον Δρόμο του Σταυρού (Via Crucis) της Μεγάλης Παρασκευής στο Κολοσσαίο, καθαγιάζοντας έτσι το εμβληματικό αμφιθέατρο ως ιερό χώρο που προορίζεται να τιμά τη μνήμη του μαρτυρίου των πρώτων χριστιανών.

1725: Βενέδικτος ΙΓ’

Κατά τη διάρκεια του Αγίου Έτους του 1725, το οποίο κηρύχθηκε με τη βούλα Redemptor et Dominus Noster της 26ης Ιουνίου 1724, ο Πάπας Βενέδικτος ΙΓ’ επισκεπτόταν τακτικά τις ρωμαϊκές βασιλικές, ταξιδεύοντας με ταπεινές άμαξες και συμμετέχοντας στις διάφορες πρακτικές που απαιτούνταν για την απόκτηση των λυσιποίνων.  Στις 15 Απριλίου 1725, εγκαινίασε τη Ρωμαϊκή Σύνοδο στη Βασιλική του Αγίου Ιωάννη Λατερανού, οι διαβουλεύσεις της οποίας έφθασαν σε 32 τόμους. Κατά τη διάρκεια αυτού του έτους άνοιξαν τα σκαλοπάτια στην Piazza di Spagna (Ισπανικά Σκαλοπάτια) για να συνδεθεί η πλατεία με την εκκλησία της Santissima Trinità dei Monti (Αγία Τριάδα των Βουνών).


1700: ανακηρύχθηκε από τον Ιννοκέντιο ΙΒ’, ολοκληρώθηκε από τον Κλήμη ΙΑ’.

Αυτό το Ιωβηλαίο ανακηρύχθηκε από τον Ιννοκέντιο ΙΒ’ στις 18 Μαΐου 1699, με τη βούλα Regi Saeculorum. Κατά την έναρξη ο Πάπας, λόγω της επισφαλούς κατάστασης της υγείας του, δεν μπόρεσε να προΐσταται προσωπικά. Την Κυριακή του Πάσχα του ίδιου έτους, ωστόσο, παρά τη σοβαρή ασθένειά του, έδωσε την επίσημη ευλογία από το μπαλκόνι του Quirinale λόγω του μεγάλου αριθμού προσκυνητών που είχαν συγκεντρωθεί εκεί. Πέθανε λίγο αργότερα, στις 27 Σεπτεμβρίου 1700, χωρίς να μπορέσει να ολοκληρώσει το έτος.

Της ολοκλήρωσης του επετειακού έτους προΐστατο ο Κλήμης ΙΑ΄ (που εξελέγη Πάπας τον Νοέμβριο του 1700). Ήταν η πρώτη φορά που η Αγία Θύρα άνοιξε από έναν Πάπα και στη συνέχεια έκλεισε από έναν άλλο. Η εισροή προσκυνητών στην πόλη ήταν τέτοια που ορισμένοι συγγραφείς της εποχής συνέκριναν τη Ρώμη με το Παρίσι όσον αφορά τον αριθμό των επισκεπτών.

1675: Κλήμης Ι’

Κατά τη διάρκεια αυτού του Ιερού Έτους, που ανακηρύχθηκε από τον Κλήμη Ι’ με τη βούλα Ad Apostolicae Vocis Oraculum της 16ης Απριλίου 1674, το Κολοσσαίο καθαγιάστηκε και η άδεια που είχε χορηγηθεί το 1671 για τη διεξαγωγή ταυρομαχιών εκεί ανακλήθηκε. Ένας από τους σημαντικότερους προσκυνητές ήταν η βασίλισσα Χριστίνα της Σουηδίας, η οποία είχε παραιτηθεί από το θρόνο της το 1655, είχε ασπαστεί τον καθολικισμό και είχε μετακομίσει στη Ρώμη για να εγκατασταθεί στο Παλάτσο Φαρνέζε. Περίπου ενάμισι εκατομμύριο προσκυνητές έφθασαν στη Ρώμη εκείνη τη χρονιά.


1650: Ινοκέντιος Ι’

Για να σηματοδοτήσει αυτό το Ιερό Έτος, που ανακηρύχθηκε με τη βούλα Appropinquat Dilectissimi Filii της 4ης Μαΐου 1649, ο Ιννοκέντιος Ι΄ ανέθεσε την αποκατάσταση της Βασιλικής του Αγίου Ιωάννη Λατερανού από τον διάσημο αρχιτέκτονα Μπορομίνι. Μια καινοτομία εισήχθη για αυτό το Ιωβηλαίο: η επετειακή άφεση επεκτάθηκε στις βελγικές επαρχίες και τις Δυτικές Ινδίες χάρη στη βούλα Salvator et Dominus της 8ης και 12ης Ιανουαρίου 1654. Περίπου 700.000 προσκυνητές έφτασαν στη Ρώμη, κυρίως από τις περιοχές γύρω από την πόλη. Πολυάριθμοι προτεστάντες μεταστράφηκαν στον καθολικισμό κατά τη διάρκεια του έτους.


1625: Ουρβανός Η΄

Στις 29 Απριλίου 1624, με τη βούλα Omnes Gentes, ο Ουρβανός Η’ ανακήρυξε το Ιωβηλαίο του 1625. Στις 28 Ιανουαρίου 1625 επέκτεινε την επετειακή άφεση αμαρτιών σε όσους δεν μπορούσαν να ταξιδέψουν στη Ρώμη, καθώς και στους φυλακισμένους και τους ασθενείς (Bull Pontificia sollicitudo). Στις 30 Ιανουαρίου, με την παπική εγκύκλιο Paterna dominici gregis cura, λόγω του κινδύνου της πανούκλας που απειλούσε τη Ρώμη, η παραδοσιακή επίσκεψη στη Βασιλική του Αγίου Παύλου καταργήθηκε για λόγους ασφαλείας και αντικαταστάθηκε από μια επίσκεψη στην πιο κεντρική εκκλησία της Santa Maria στο Trastevere. Επιπλέον, αποφάσισε ότι για το παραδοσιακό προσκύνημα στις επτά εκκλησίες της Ρώμης, τρεις εκκλησίες εντός των τειχών (Santa Maria del Popolo, Santa Maria in Trastevere και San Lorenzo in Lucina) θα μπορούσαν να αντικατασταθούν από εκείνες εκτός των τειχών (San Sebastiano, San Paolo και San Lorenzo). Περίπου μισό εκατομμύριο προσκυνητές ήρθαν στη Ρώμη τη χρονιά εκείνη.

1600: Κλήμης Η’

Το Ιερό Έτος ανακηρύχθηκε με τη βούλα της 19ης Μαΐου 1599, Annus Domini Placabilis. Κατά τη διάρκεια αυτού του ιωβηλαίου ο Κλήμης Η’ έδωσε το παράδειγμα ακούγοντας εξομολογήσεις κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας, ανεβαίνοντας γονατιστός στη Scala Sancta, σερβίροντας γεύματα στους προσκυνητές που είχαν έρθει στη Ρώμη και τρώγοντας κάθε μέρα με 12 από τους φτωχούς της πόλης. Ομοίως οι καρδινάλιοι απαρνήθηκαν τη χρήση των παραδοσιακών κόκκινων στολών τους ως ένδειξη μετάνοιας. Πολλοί συνέρρευσαν για να βοηθήσουν τις προσπάθειες του Πάπα για το επετειακό έτος. Η εβραϊκή κοινότητα της Ρώμης, για παράδειγμα, του παρείχε 500 κουβέρτες για τους προσκυνητές. Στις 31 Δεκεμβρίου 1600 περισσότεροι από 80.000 άνθρωποι παρακολούθησαν το άνοιγμα της Αγίας Πύλης και εκατομμύρια προσκυνητές ήρθαν στη Ρώμη για το Ιωβηλαίο έτος.

1575: Γρηγόριος ΙΓ΄

Το Ιωβηλαίο του 1575 ανακοινώθηκε στις 10 Μαΐου 1574 με τη βούλα Dominus ac Redemptor. Εορτάστηκε μετά την αναταραχή της προτεσταντικής μεταρρύθμισης και ήταν μια ευκαιρία για τον Γρηγόριο ΙΓ΄ να ανανεώσει τον καθολικισμό σύμφωνα με τις αποφάσεις της Συνόδου της Τριδέντου. Αυτό το Ιερό Έτος έδωσε στον Πάπα την ευκαιρία να αναδείξει τον ανανεωμένο ρόλο της Εκκλησίας στον σύγχρονο κόσμο. Το μοντέλο της Εκκλησίας για μια ευσεβή ζωή συνδύαζε την υπηρεσία του Θεού με την εκπλήρωση των καθηκόντων της δικής μας κατάστασης στη ζωή και την υπηρεσία του πλησίον. Ακύρωσε τον προϋπολογισμό που είχε διατεθεί για τους εορτασμούς εκείνης της χρονιάς, ανακατανέμοντας τα χρήματα για την ίδρυση ενός Νοσοκομείου Προσκυνητών υπό τη φροντίδα του Φιλίππου Νέρι. Ο συνολικός αριθμός των προσκυνητών για το Άγιο Έτος του 1575 υπολογίστηκε από τις αρχές σε περίπου 400.000 άτομα,  ένα σημαντικό σύνολο, δεδομένου ότι η πόλη της Ρώμης είχε πληθυσμό μόλις 80.000 κατοίκους εκείνη την εποχή.

1550: ανακηρύχθηκε από τον Παύλο Γ’, προΐστατο ο Ιούλιος Γ΄

Λίγες ημέρες μετά την εκλογή του, ο Πάπας Ιούλιος ο Γ΄ άνοιξε το Άγιο Έτος που είχε εξαγγείλει ο προκάτοχός του Παύλος ο Γ΄, με την έκδοση της βούλας Si pastores ovium, με ημερομηνία 24 Φεβρουαρίου 1550. Ανακοίνωσε επίσης την επανάληψη της Συνόδου της Τριδέντου για τον Μάιο του επόμενου έτους.


1525: Κλήμης Ζ΄

Η βούλα διακήρυξης Inter Sollucitudines, που εκδόθηκε από τον Κλήμη Ζ΄, δημοσιεύθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 1524.


1500: Αλέξανδρος ΣΤ΄

Καταβλήθηκε ιδιαίτερη προσπάθεια για τον εορτασμό του επετειακού έτους 1500, δεδομένης της επιπλέον σημασίας που είχε η αλλαγή του νέου αιώνα. Στις 12 Απριλίου 1498, η βούλα Consueverunt Romani Pontifices ανέστειλε τα λυσίποινα για το έτος αυτό, και αυτό επιβεβαιώθηκε αργότερα από τη βούλα Inter multiplices της 28ης Μαρτίου 1499. Η βούλα της 20ής Δεκεμβρίου 1499, Pastores Aeterni Qui, καθόρισε ότι μόνο στους μετανοούντες της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου παραχωρήθηκε η δυνατότητα άφεσης αμαρτιών. Το έτος αυτό ο Αλέξανδρος ΣΤ’ καθιέρωσε οριστικά την πολύπλοκη τελετή έναρξης και λήξης των Αγίων ετών, η οποία μέχρι τότε δεν ακολουθούσε συγκεκριμένες λειτουργικές τελετές. Ο Πάπας ήθελε η έναρξη να σηματοδοτείται από ένα γεγονός με ισχυρό αντίκτυπο και έτσι εφάρμοσε την παράδοση του ανοίγματος μιας Αγίας Θύρας. Η τελετή αυτή αποτελεί ρητή αναφορά στα λόγια του Ευαγγελίου του Αγίου Ιωάννη: «Εγώ είμαι η θύρα. Όποιος περάσει από μένα θα σωθεί». Ο Αλέξανδρος ΣΤ’ όρισε επίσης να επεκταθεί το έθιμο της παραχώρησης μιας θύρας για τους προσκυνητές του Αγίου Έτους και στις άλλες τρεις Πατριαρχικές Βασιλικές, με την προϋπόθεση ότι οι θύρες αυτές θα πρέπει να είναι κλειστές για το υπόλοιπο διάστημα. Το άνοιγμα της Αγίας Θύρας του Αγίου Πέτρου θα γινόταν μόνο από τον εκάστοτε Ποντίφικα, ενώ οι πόρτες των άλλων τριών Βασιλικών θα άνοιγαν από τους απεσταλμένους του. Οι Άγιες Θύρες έπρεπε να παραμένουν ανοιχτές νύχτα και μέρα, φυλασσόμενες από τέσσερις κληρικούς με τη σειρά τους καθ’ όλη τη διάρκεια του ιωβηλαίου έτους.

1475: Ανακηρύχθηκε από τον Παύλο Β’ προΐστατο ο Σίξτος Δ’.

Στις 19 Απριλίου 1470, η βούλα Ineffabilis Providentia, καθόρισε ρητά ότι το επετειακό προσκύνημα θα πρέπει να περιλαμβάνει επισκέψεις στις βασιλικές του Αγίου Πέτρου, του Αγίου Παύλου, του Αγίου Ιωάννη Λατερανού και της Αγίας Μαρίας Μεγάλης, και δήλωσε ότι από το 1475 και μετά, τα Ιωβηλαία προσκυνήματα θα πρέπει να τελούνται κάθε 25 χρόνια με εντολή του Πάπα Παύλου Β’.
Με τη βούλα της 29ης Αυγούστου 1473 Quemadmodum operosi, ο Σίξτος Δ’ επιβεβαίωσε το Ιωβηλαίο που είχε προκηρύξει νωρίτερα ο Παύλος Β’, ο οποίος εν τω είχε μεταξύ πεθάνει.


1450: Νικόλαος Ε΄

Ο Νικόλαος Ε’ ανακήρυξε το επόμενο Ιερό Έτος το 1450 με τη βούλα Immensa et Innumerabilia, με ημερομηνία 19 Ιανουαρίου 1449. Αυτό επανέφερε την παράδοση του επετειακού έτους σε εορτασμούς κάθε 50 χρόνια. Χάρη επίσης στην αγιωνυμία του μεγάλου φραγκισκανού ιεροκήρυκα, του Αγίου Βερνάρδου της Σιένα από τον Πάπα, ο αριθμός των προσκυνητών στη Ρώμη αυξήθηκε εντυπωσιακά.


1390: Ανακηρύχθηκε από τον Ουρβανό ΣΤ΄, προΐστατο ου Βονιφάτιος Θ΄

Στις 8 Απριλίου 1389, η βούλα Salvator noster Unigenitus του Ουρβανού ΣΤ’ καθόρισε ότι ο εορτασμός του Ιωβηλαίου θα πρέπει να πραγματοποιείται κάθε 33 χρόνια, επισπεύδοντας έτσι τους εορτασμούς στο 1390 (θα έπρεπε να είχαν οριστεί για το 1400). Δυστυχώς, το σχίσμα που συνέβαινε το 1390, με τον αντίπαλο Κλήμεντα Ζ΄ να καταφεύγει στην Αβινιόν, επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τον αριθμό των προσκυνητών που συνέρρεαν στη Ρώμη, καθώς είχε απαγορεύσει στους Γάλλους, τους Ισπανούς, τους Καταλανούς, τους Σκωτσέζους, τους Νοτιοϊταλούς και όλους όσους τον ακολουθούσαν να αποδίδουν τιμές στους τάφους των Αποστόλων στη Ρώμη.

1350: Κλήμης ΣΤ’

Με τη βούλα Unigenitus Dei Filius, το 1343, ο Κλήμης ΣΤ’, αφού δέχτηκε αντιπροσωπεία που εκπροσωπούσε το λαό της Ρώμης και του ζήτησε να επαναφέρει την Αποστολική Έδρα στην πόλη και να πραγματοποιήσει ένα Ιωβηλαίο πριν από την τυπική περίοδο των 100 ετών, ανακήρυξε ένα Ιερό Έτος για το έτος 1350. Παρά τη μάστιγα της πανώλους και τον καταστροφικό σεισμό που έπληξε την Αιώνια Πόλη το 1349, περισσότεροι από ενάμισι εκατομμύριο προσκυνητές κατέκλυσαν την πόλη για τους εορτασμούς. Αυτό οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στη μεσολάβηση του Πάπα, ο οποίος είχε καταφέρει να επιτύχει ανακωχή στον πόλεμο μεταξύ Γαλλίας και Αγγλίας για να εξασφαλίσει την ασφάλεια των προσκυνητών που έκαναν το προσκύνημά τους στη Ρώμη.


1300: Βονιφάτιος Η’

Με τη βούλα Antiquorum habet, της 22 Φεβρουαρίου 1300, ο Βονιφάτιος Η’ ανακήρυξε το 1300 ως έτος Ιωβηλαίου, ορίζοντας ότι οι Ρωμαίοι που θα επισκέπτονταν τις βασιλικές του Αγίου Πέτρου και του Αγίου Παύλου 30 φορές εντός του έτους θα λάμβαναν άφεση αμαρτιών, ενώ οι προσκυνητές που έφταναν από το εξωτερικό της Ρώμης θα χρειάζονταν μόνο 15 επισκέψεις.

Τουλάχιστον δύο εκατομμύρια πιστοί έφτασαν στη Ρώμη εκείνο το έτος. Ο Τζιόττο, ο οποίος εκείνη την εποχή είχε αναλάβει να ζωγραφίσει τις τοιχογραφίες στη Loggia delle Benedizioni -ή μπαλκόνι των ευλογιών- στο Βατικανό, ήταν μία από τις εξέχουσες προσωπικότητες που συμμετείχαν στο Ιωβηλαίο μαζί με τον διάσημο καλλιτέχνη Τσιμαμπούε. Η παλαιά τοιχογραφία του Τζιόττο που μνημονεύει αυτό το γεγονός σώζεται στη Βασιλική του Αγίου Ιωάννη του Λατερανού.
Τέλος, μεταξύ άλλων σημαντικών προσωπικοτήτων που πήγαν στη Ρώμη εκείνη τη χρονιά ήταν σχεδόν σίγουρα ο μεγάλος ποιητής Δάντης Αλιγκιέρι, ο οποίος σε ορισμένα αποσπάσματα της Θείας Κωμωδίας κάνει αναφορά στο Ιωβηλαίο.