English
You can use WPML or Polylang and their language switchers in this area.

Σύντομα κείμενα για το Ιωβηλαίο  – Αρ. 9 Οκτώβριος 2025

ΤΑ ΛΥΣΙΠΟΙΝΑ

Συνοπτικά

Τα λυ­σίποινα είναι η άφεση, ενώ­πιον του Θεού, της πρόσ­και­ρης ποι­νής την οποία αξιο­­­­­­μίσ­­θη­σαν τα αμαρ­τή­μα­τα, που έχουν ήδη συγ­­χω­ρη­­θεί ως προς την ενοχή,  άφε­ση την οποία ο πισ­τός αποκ­τά υπό ορισ­μένες προϋ­πο­θέ­σεις, για τον εαυτό του ή για τους κε­κοι­μη­μέ­νους, διαμέ­σου της δια­κο­νίας της Εκ­κλη­­σίας, η οποία, ως τα­μει­ού­χος της λύτ­ρω­σης, δια­νέ­μει τους θη­σαυρούς των αξιο­μισ­θιών του Χρισ­τού και των Αγίων. Τα λυ­σί­ποι­να μπορούν να αποκ­τηθούν για τους κε­κοι­μη­μέ­νους, εκ­πληρώ­νοντας μια πρά­ξη ύψισ­της υπερ­φυ­σι­κής φι­λανθ­ρω­πίας, χάρη της οποίας, μέσα στο μυστικό σώμα του Χρισ­τού, οι πισ­τοί που βρίσκονται ακόμα οδοι­πόροι πάνω στη γη ενώ­νον­ται με εκείνους που ήδη ολοκ­λή­ρωσαν την επίγεια προσ­κυ­νη­μα­τι­κή τους πορεία.

Στα λυσίποινα αποκαλύπ­τε­ται η αφθονία της ευσ­πλαχ­νίας του Πα­τέ­ρα, ο οποίος έρ­χε­ται προς συνάντηση όλων με την αγάπη του, η οποία εκφρά­ζε­ται πρώτιστα με τη συγ­­­χώ­ρε­ση των λαθών, των παραλεί­ψε­ων. Συνήθως, ο Θεός Πατέ­ρας χορηγεί τη συγ­νώ­μη του μέσω του μυσ­­τη­ρίου της συμ­φι­λίωσης (της εξομολόγησης). Στην πραγ­μα­­τι­κό­­τητα, η ελεύ­­θε­ρη και συνει­δη­τή υποταγή μας στη θανάσιμη αμαρτία, μας χω­ρί­ζει από τη ζωή της χάρης με το Θεό και μας αποκ­λείει από την αγιότητα στην οποία εί­μαστε κα­λεσ­μέ­νοι. Η Εκ­κλη­σία, έχον­τας λάβει από το Χριστό την εξουσία να συγ­χω­ρεί στο όνο­μά του, είναι μέσα στον κόσμο η ζωντανή πα­ρου­σία της αγάπης του Θεού. Διαμέσου της δια­κο­νίας της Εκκλησίας, ο Θεός επεκ­­τεί­νει στον κόσ­μο την ευσπλαχ­νία του μέσω αυτού του ανεκ­τί­μη­του δώρου που ονο­μά­ζε­ται «λυσίποινα». Λυσίποινα είναι η άφεση, μπροστά στο Θεό, της πρόσκαιρης ποι­νής των αμαρτιών, η ενοχή των οποί­ων έχει ήδη σβησ­τεί. Ωστόσο, η συμ­φι­λίω­ση με το Θεό δεν αποκλείει το γεγονός ότι παρα­μέ­νουν κά­ποιες συ­νέ­πει­ες αμαρ­τίας για τις οποίες είναι απα­ραί­τητος ο εξαγ­νισ­μός τους. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο ανακτούν όλη την αξία τους τα λυσίποινα, μέσω των οποίων εκφρά­ζε­ται το από­­λυτο δώρο της ευσ­πλαχ­νί­ας του Θεού. Με τα λυ­σί­ποι­να που χορη­γούνται στον με­τα­­νοη­μένο αμαρτωλό, αί­ρε­ται η χρο­νική ποινή για τις αμαρ­τί­ες που ήδη συγ­χω­ρέ­θη­καν όταν τις διέπραξε.

Στην ελληνική νοοτροπία και παιδεία υπάρ­χει σύγχυση ανά­με­σα στα λυσίποινα και στα συγχωροχάρτια. Τα συγ­χω­ρο­χάρτια ήταν έγ­γραφες αφέσεις αμαρτιών έναντι αμοι­βής. Θεωρείτε λανθασ­μέ­να ότι τα συγ­χωροχάρτια εφευρέ­θη­καν από τον Πάπα και την κα­θο­λι­κή Εκκλησία για να εισ­πράτ­τον­ται χρήματα προς πλη­ρωμή άνομων συ­ναλ­λαγών ή την ανέ­γερση μεγαλό­πρε­πων ναών όπως η βασι­λική του αγίου Πέτ­ρου.

Στην πραγματικότητα, ουδέ­πο­τε υπήρχε τέ­τοια θεσμική πρακ­τι­κή στην καθολική Εκ­κλη­σία. Μεμονωμένες περιπ­τώ­σεις αφορούν σιμω­νια­κούς απα­τεώ­νες κλη­ρι­κούς.

Ιστορική εισαγωγή

Τα λυσίποινα, όπως τα γνωρίζουμε σή­με­ρα, αποτελούν καρ­πό της ανά τους αιώ­νες εξέλιξη του μυστηρίου της Μετανοίας. Είναι γνωστό πως, μέχρι περίπου τον 6ο αι., η εξο­μολόγηση ήταν δημόσια και εστιάζονταν κυρίως σε τρεις αμαρτίες: τον φόνο, την αί­ρε­ση και την μοιχεία. Η Εκ­κλη­σία, παράλ­λη­λα με την τάξη των Κατη­χου­μέ­νων, δη­μι­ούρ­γησε για αυ­τούς και την τάξη των Μετα­νο­ούν­των. Πριν ο επίσκοπος δώσει σ’ αυτούς την άφε­ση των αμαρ­τιών, επέβαλλε μακρόχ­ρονα και επί­πονα επιτί­μια. Στην αρχή χο­ρη­γούνταν η άφεση στο χριστιανό που είχε υπο­­πέ­σει σε πολύ βαριά αμαρτία, μόνο μια φορά κατά τη διάρκεια της ζωής του και γι’ αυτό θεωρείτο «δεύτερο βάπ­τισμα». Πολλοί χριστιανοί περί­με­ναν να δεχ­τούν την άφεση στο τέλος της ζωής τους. Επομένως η άφε­ση χορη­γούν­ταν, σπάνια, δη­μό­σια και κυρίως μετά την εκ­πλή­ρω­ση των επιτι­μί­ων. 

Σιγά-σιγά παρουσιάζεται το φαινόμενο της ατομικής και μυσ­τικής εξο­μο­λόγησης των αμαρτιών σε έναν πρεσβύτερο και όχι πια στον επίσ­κο­πο. Στην αρχή η Εκκλησία αντισ­τάθηκε σθε­να­ρά σε αυτόν τον νεο­τερισμό. Το 589 οι Πατέρες της Εκκλησίας της Ισπα­νίας, στην Γ Σύνοδο του Τολέδου, εκφρά­ζον­ται με τα ακό­λου­θα αυστηρά λόγια όσον αφορά αυτή την νέα συνήθεια:

Έχουμε μάθει πως, σε μερικές εκκλησίες της Ισ­πανίας, οι πιστοί εξο­μο­λο­γούν­ται τις αμαρ­τίες τους όχι σύμφωνα με τον κα­νο­νικό τύπο, αλλά με ένα σκαν­δαλώδη τρό­πο: κάθε φορά που αμάρ­τη­σαν ζητούν από έναν πρεσβύτερο να λάβουν την άφε­ση. Για να πα­τάξει μια τέτοια αποτρόπαια αυθάδεια η αγία μας σύ­νοδος δια­τάζει να χορηγείται η άφεση σύμ­φω­να με τον κα­νο­­νικό τύ­πο.

Σε πείσμα αυτής της καταδίκης, αυτός ο νέος τύπος εξαπ­λώ­νεται σε όλη τη Δυ­τική Εκ­κλησία. Ο αμαρτωλός παρουσιάζεται σε έναν ιερέα, εξο­μο­λο­γείται τις αμαρτίες του (στην αρχή τις πιο βαριές, στη συνέχεια και τις πιο ελαφρές). Ο ιε­ρέ­ας δίνει την άφεση αλλά, σύμ­φωνα με την βαρύτητα της αμαρτίας, επιβάλει στον εξομολο­γού­μενο επι­τί­μια. Υπήρχαν εγ­χει­ρί­δια στα οποία οι εξομολόγοι μπορούσαν να βρουν την ποινή  που έπρεπε να επι­βάλουν στον αμαρ­τω­λό ανάλογα με την βα­ρύ­τητα της αμαρ­τίας του. Τώρα πια το μυσ­τήριο της Μετά­νοιας γίνεται αυστηρά ατο­­­­μικό, μυστικό, επανα­λαμ­βανόμενο και τα επιτίμια πραγ­μα­το­ποι­ούν­ται μετά από την άφεση. Έτσι διαχωρίζονται οι έννοιες μεταξύ αμαρτίας (culpa) και ποινής (pena). Η πρώτη συγ­χω­­ρεί­ται όταν ο αμαρτωλός με­τα­νοεί και λα­μβάνει την άφεση από τον ιερέα, η δεύ­τε­ρη εξαλείφεται όταν ο πιστός πραγματοποιεί τα επιτίμια. 

Περίπου κατά τη διάρκεια του 12ου αι. γίνεται μια ακόμη με­ταβολή στην συ­νή­θεια της εξομολόγησης. Τα επιτίμια γίνονται όλο και πιο ελαφρά και μπορεί κανείς να τα «εξα­γοράσει» με άλλες καλές πρά­ξεις. Η Εκ­κλησία έρχεται αρωγός σε αυτή την πο­ρεία εξιλέωσης του μετανοούντα και τον βοηθά να εξαρ­γυ­ρώ­σει την ποινή των αμαρ­τιών του, κάνοντας «χρήση» των αξιο­μισ­θιών του Χριστού και των Αγίων. Δη­μιουρ­γούν­ται έτσι οι προϋ­ποθέσεις για τα λυσίποινα.                                                                     

Κατήχηση Καθολικής Εκ­κλησίας αρ. 1471

Λυσίποινα είναι η άφεση μπροστά στο Θεό της πρόσκαιρης ποι­νής των αμαρ­τιών, το πταίσμα των οποίων έχει ήδη σβηστεί. Μια άφεση που ο πιστός, με κα­λές δια­θέ­σεις και με ορισμένες συγ­κε­κριμένες προϋπο­θέ­σεις, κατορ­θώ­νει να αποκ­τή­σει με την δράση της Εκκλησίας, η οποία ως οικονόμος της λυτρώ­σε­ως, διανέμει και εφαρ­μόζει με την αυθεντία της τον θησαυρό των αξιο­μισ­θιών του Χριστού και των Αγίων.

Τα λυσίποινα είναι “μερικά” ή “πλήρη”, ανάλογα με το αν απαλ­λάσσουν εν μέρει ή ολοκληρωτικά από την πρόσκαιρη ποινή της αμαρτίας”. Τα λυσίποινα μπορούν αν εφαρμοσθούν για τους ζων­τανούς ή για τους κεκοιμημένους.  

Προϋπόθεση για να απολαύσει κανείς τη χά­ρη, συνδεδεμένη με τα λυσί­ποινα, είναι να εξο­­μο­λο­γηθεί και να κοινωνήσει το ιερό Μυσ­τήριο της Ευ­χαριστίας. Ο τελικός σκο­πός των λυσί­ποι­νων είναι να αυξηθεί στους πιστούς η αγάπη προς το Θεό και τους αδελ­φούς.